- αστροστάτης
- και αστεροστάτης, οωρολογιακός μηχανισμός ο οποίος στρέφει το τηλεσκόπιο σύμφωνα με τη διεύθυνση και την ταχύτητα της ημερήσιας κίνησης ώστε τα άστρα να φαίνονται ακίνητα στο πεδίο του τηλεσκοπίου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αστεροστάτης — ο βλ. αστροστάτης … Dictionary of Greek
Βολφ, Μαξ — (Max Wolf, Χαϊδελβέργη 1869 – 1932).Γερμανός αστρονόμος. Ίδρυσε και διηύθυνε το αστεροσκοπείο της Χαϊδελβέργης. Επιδόθηκε με ιδιαίτερο ζήλο στην παρατήρηση και στη μελέτη του ουρανού και είναι ο πρώτος που χρησιμοποίησε τη φωτογραφία στην… … Dictionary of Greek